Feb 4, 2007

Benzino

Βολεύτηκα στα πόδια του, ενώ μου χάιδευε τη γυμνή κοιλιά.
Για πες, μπάρμπα Μολότοφ, του νιαούρισα. Πώς ξεκινάει η ιστορία;
(Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω πολύ, μια που ψόφαγε να τα πει σε κάποιον). Άρχισε αμέσως, λέγοντας:

«Μια φορά κι έναν καιρό, η βενζίνη σούπερ μύριζε υπέροχα».

Μύριζε σούπερ, η σούπερ;
«Μα, ναι. Σκάσε, όμως. Γκάζωνα, λοιπόν, το μηχανάκι τις χειμωνιάτικες μέρες και η οσμή του καμένου βενζινόλαδου μου θύμιζε τις πρώτες μου διακοπές μακριά απ΄ το σπίτι, με τα νοικιασμένα μηχανάκια να μοσχοβολάνε καυσαέριο σκεπάζοντας τα αρώματα των ιδρωμένων κοριτσιών».

Συνέχισε, σε ακούω.
«Εκείνον τον καιρό, η βενζίνη μάς έκανε καλό κακό όταν τη σνιφάραμε. Καίγαμε εγκεφαλικά κύτταρα έτσι και μέναμε με το στόμα ανοιχτό και τα σάλια να τρέχουν, σαν πεινασμένοι κροκόδειλοι που τους πότισες σόδα αντί για φρέσκια σάρκα. Κάναμε πολλά λάθη με αυτό το καύσιμο».

Και τα ιδρωμένα κορίτσια τι σας έλεγαν;
«Τι να πουν; Κοιτούσαν πώς θα κρυφτούν το ένα μέσα στο άλλο. Πώς θα μας πειθαναγκάσουν σε εγκεφαλικά αγκαλιάσματα. Πώς θα πατήσουν όσο το δυνατόν πιο απαλά την άσφαλτο βγαίνοντας από τους γαμιστρώνες - μην τυχόν και τα πάρει χαμπάρι η ζωή τους και το σκάσει τρέχοντας, να πάει να κρυφτεί πάλι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, εκεί, ανάμεσα στα πόδια του τελευταίου αγοριού της νύχτας, που τα τίμησε με το υγρό του εκτόπλασμα, σε αυτόν, τον ΆΛΛΟ κόσμο».

Ααα, με τρομάζει το παραμύθι σου. Θέλω να φύγω.
«Φύγε. Αλλά να ξέρεις ότι δεν είναι παραμύθι. Γιατί εκτός από καλό κακό, με τη βενζίνη κάναμε και κακό καλό. Άλλα πράγματα, φριχτά όμορφα. Όπως το να γεμίζεις μπουκάλια και να τους βάζεις φωτιά. Απαγορεύεται επισήμως και αν σε πιάσουν το πληρώνεις ακριβά – δεν έχει αλλάξει τίποτε τον τελευταίο μισόν αιώνα. Γι’ αυτό να προσέχεις εκεί έξω. Φύγε και φρόντισε το γράμμα που θα μου στείλεις να το έχεις γλύψει καλά, γιατί θα μου έχει λείψει το στοματάκι σου».


Φεύγω, γέρο. Εντάξει;
«Γειά σου, μικρή Μantalena. Όταν ανακαλύψεις πως όσοι δεν σε κατάλαβαν ήταν επειδή δεν είχαν φύλο, πρόσωπο, βάρος ή όνειρα αλλά μόνο παθολογικές ανάγκες που δεν ήξεραν πώς να τις υπερασπιστούν, πάλι σε μένα θα γυρίσεις».

Αποκλείεται.
«Καλά. Γεια».

Φεύγω, λέμε.
«Φύγε. Έχεις αργήσει και νομίζεις ότι μπορείς να προλάβεις».

Να προλάβω τι;
«Να γαμήσεις τους πάντες, μέχρι να σε αγαπήσουν».