Jul 13, 2006

Hμερολόγιο Καταστρώματος (μέρος Δ' και τελευταίο)


[Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο – από ένα... πολύ πρώτο πρόσωπο που θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του και μου στέλνει κείμενά του με mail]


Γράφει ο Skipper

Ημερολόγιο Kαταστρώματος, μέρος τελευταίο

αφιερωμένο στη Μανταλένα, το παιδί - σφυρί

Συνέχεια από τα
Ημερολόγιο Καταστρώματος, Μέρος Α' & Β'
Ημερολόγιο Καταστρώματος, Μέρος Γ'



Μέρος παρενθετικό - αλλά ουσιώδες
Ο καπτά Νικηφόρος (και οι Γαλλίδες)


"Τότε τα ιστιοπλοϊκά που ταξίδευαν στα νησιά ήταν λίγα και συνεπώς σχετικά σπάνια.
Μερικά χρόνια πριν ήταν ακόμα λιγότερα.





Μετά από ένα τέτοιο ταξίδι με βρομόκαιρο, εκείνο το σούρουπο μπήκα και πάλι «πνιγμένος» στον κόλπο της Νάουσας.
Έψαξα το μικροσκοπικό λιμανάκι και όταν το προσέγγισα είδα ένα θέαμα που με εντυπωσίασε:
Δεκάδες «λάτζες» ήταν στοιβαγμένες μέσα, η μια δίπλα στην άλλη, σε σημείο που όλο το λιμανάκι να ‘χει γεμίσει τόσο ώστε να μην χωράει ούτε ένα μικρό τέντερ.
Οι βάρκες αυτές που ήταν διάφορων ντόπιων, μετέφεραν το πρωί τους τουρίστες για μπάνιο απέναντι στο μοναστήρι του Άη Γιάννη και σε άλλες παράλιες και το απόγευμα που γύριζαν, γέμιζαν ασφυκτικά το λιμάνι.




Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι δεν είχαν ρεμέτζα και δεν ήταν δεμένες αλλά κυριολεκτικά στοιβαγμένες, τόσο πολύ μάλιστα, ώστε όπως γινόταν το αδιαχώρητο μπορούσες να πας περπατώντας επάνω τους από το ένα μέρος του λιμανιού στο άλλο.
Ήμουν εξαντλημένος από την κούραση του ταξιδιού και μόλις αντίκρισα αυτό το θέαμα μ’ έπιασε απελπισία.
Άρχισα να κόβω βόλτες φωνάζοντας σε κάποιους απ’ αυτούς ότι έχω βλάβη και πρέπει να δέσω.
Μου ξεκαθάρισαν πως… αποκλείεται!
Μετά από λίγη ώρα, εμφανίστηκε στο μόλο ένας γέρος μ’ ένα ψάθινο πλατύγυρο καπέλο και με μια μεγάλη τσιγκελωτή μουστάκα.


Ανέβηκε σ’ ένα μπλόκι του μόλου και άρχισε να τους βρίζει κάνοντας έντονες χειρονομίες. Ήταν ξυπόλυτος με γυρισμένα μπατζάκια
Μας χώριζε μια απόσταση 20-30 μέτρα και μπορούσα να τον ακούω καθαρά:
-Αεί στο διάολο θαλασσινοί του κώλου, μαζεύτε τα κωλοχανεία σας να δέσει ο άνθρωπος παλιοβλάχοι, αυτοί είναι ναυτικοί, οι πανάδες και όχι εσείς, να τους σέβεστε και γυρίζοντας προς το μέρος μου μου ‘κανε νόημα να περιμένω για λίγο.
Σε λίγο ένα μεγάλο καΐκι που το όνομα του, γραμμένο πρόχειρα με κόκκινη μπογιά ήταν «όχι θα κάτσω να σκάσω» προφανώς εμπνευσμένο από το άσμα της Λίτσας Διαμάντη, βγήκε από το λιμανάκι.


Ο γέρος μου ‘κανε νόημα με το χέρι να μπω, σε λίγο ο ίδιος μου πήρε κάβο κι έδεσα.
Ανέβηκε απρόσκλητος στο σκάφος:
-Άκου να δεις παλικάρι μου, όλοι αυτοί είναι γκλίτσες, δεν ξέρουνε από θάλασσα, Αη Γιάννη - Νάουσα ταξιδεύουνε, εγώ ήμουνα μια ζωή με τα πανιά, όταν σας βλέπω εσάς τους πανάδες χαίρομαι, εγώ είχα υπηρετήσει και στον «Άρη», το παλιό ιστιοφόρο του Πολεμικού Ναυτικού και μετά με τα καΐκια.
Όταν του είπα ότι και ο θειος μου, ο αδελφός του πατέρα μου, είχε κάνει αξιωματικός στον «Άρη» και με ρώτησε το όνομα του, έμεινε κεραυνόπληκτος.
-Ο Α. είναι μπάρμπας σου, μα τι μου λες τώρα; Πες του για το Νικηφόρο, πολύ με αγάπαγε, τι μου λες τώρα, ζει;
-Ζει, είναι πολύ γέρος, πάνω από 80.

Αυτό ήταν! Ο Νικηφόρος έγινε ο άνθρωπος μου, ο φίλος μου. Παλιός καραβοκύρης, φαινόταν άνθρωπος με επιρροή στον τόπο του, συνταξιούχος πια, όλη μέρα στο λιμάνι ξυπόλητος ξεψάριζε κανένα δίχτυ ή αρμάτωνε κανένα παραγάδι και πείραζε τις τουρίστριες που τον χαιρετούσαν όλες χαμογελώντας του.
Είχε προφανώς πολλά ακίνητα στο λιμάνι, ένα από αυτά ήταν το bar «Ισαβέλα» που άνηκε σε κάποια Γαλλίδα ονόματι Ιζαμπέλ και γι’ αυτό απ’ ότι κατάλαβα του είχε δώσει και τέτοιο όνομα.
Η Ιζαμπέλ είχε και τρεις άλλες Γαλλιδούλες στη δούλεψη της.
Πολλά λεγόντουσαν για τις ιδιαιτερότητες της Ιζαμπέλ.


Ο Νικηφόρος με οδήγησε εκεί και με σύστησε στην Ιζαμπέλ, με κέρασε μπύρα και πιάσαμε την κουβέντα με μια από τις κοπέλες, την Τζιλ.
Αυτή όταν έμαθε ότι είμαι skipper, μου είπε ότι ήθελε πολύ να ταξιδέψει στα νησιά αντί να κάθεται σ’ ένα μέρος συνέχεια και με ρώτησε αν μπορούσα να της βρω δουλειά. Πάνω στον ενθουσιασμό μου της είπα ότι αυτό είναι πολύ εύκολο, αλλά σε άλλο ταξίδι.
Η Ιζαμπέλ, που από την πρώτη στιγμή δεν έδειξε να ενθουσιάζεται με την παρουσία μου, πήρε χαμπάρι τι παίζεται και στράβωσε. Ο αιώνιος ανταγωνισμός!

Το επόμενο βράδυ τα έπινα πάλι εκεί, το κλίμα δεν ήταν και τόσο ευχάριστο ανάμεσα σε μένα και την Ιζαμπέλ χωρίς να έχει συγκεκριμενοποιηθεί κάποια κόντρα μεταξύ μας.


Αργά, κάποια παρέα Γερμανών που είχαν καταναλώσει αρκετή δόση ξυδιού αποφάσισε να βγάλει τα κεριά με τα κηροπήγια που βρίσκονταν πάνω στο μπαρ έξω στα τραπεζάκια που καθόντουσαν και φωνάζοντας, άρχισε να ενοχλεί τους άλλους πελάτες.
Η Ιζαμπέλ που είχε φρικάρει μαζί τους από ώρα, αντέδρασε, οι Γερμανοί ως φυλή που δεν καταλαβαίνει τίποτα επίσης αντέδρασαν και η πρώτη καρέκλα βρέθηκε ανάποδα.
Η Ιζαμπέλ τράβηξε μια ξαφνική κρίση και τότε ήλθε η σειρά μου να καθαρίσω για πάρτη της.
Η Ιζαμπέλ που δεν πολυκαταλάβαινε ποιος είναι με ποιον, με διαολόστειλε και μένα για να καταλάβει ότι… δουλεύω γι’ αυτήν αργότερα, όταν άρχισαν να πέφτουν οι γρήγορες ανάμεσα σε μένα και τους Γερμαναράδες.
Φαίνεται ότι τα πήγα αρκετά καλά γιατί οι Γερμανοί τα μαζέψανε και ξεκουβαλήσανε.
Από τότε οι σχέσεις μας βελτιώθηκαν κάπως, χωρίς να γίνουν ποτέ αυτό που λέμε «ιδανικές», η Τζιλ ήταν το βασικό εμπόδιο ανάμεσα μας".



Μέρος Δ’
Στο δέντρο της γνώσης


“Έτσι λοιπόν, μετά την Ύδρα και τη Νάξο, βρεθήκαμε να δένουμε στη Νάουσα. Καθίσαμε διαλυμένοι από την κούραση στο κόκπιτ να πάρουμε μια ανάσα.
Ο Νόρμαν σ΄ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού συνέχιζε να πίνει τζιν. Το ίδιο και τώρα.
Ο Νικηφόρος ανέβηκε στο σκάφος, τον φίλεψα μια μπουκάλα ουίσκι. Σε κάθε ταξίδι ένα μπουκάλι ουίσκι ή μια κούτα τσιγάρα γι’ αυτόν ήταν στο πρόγραμμα.
Το χαιρόταν γιατί μ΄ αυτό έδειχνα ότι τον εκτιμώ.

Άρχισα να εξηγώ στο Νόρμαν τις ιδιαίτερες σχέσεις μου με το νησί και τους ανθρώπους.
Την άλλη μέρα το απόγευμα, με ακολούθησε στο ποτάμι για να συμμετάσχει στο πλύσιμο. Τα βρήκε όλα όπως του τα περιέγραψα και το διαπίστωσε για τα καλά όταν βγήκαμε την βόλτα μας.
Ανέβηκα τόσο πολύ στην εκτίμηση του, που μου υποσχέθηκε ότι την επόμενη χρόνια έναν ολόκληρο μήνα θα την βγάζαμε στην Νάουσα.

Οι δυο νεαρές κοπέλες καθόντουσαν στο μουράγιο έξω από το σκάφος και χάζευαν. Ο Νικηφόρος που ήταν όλη τη μέρα μαζί μας, τις κάλεσε ν΄ ανέβουν να τις κεράσουμε. Δέχτηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ήταν Ολλανδέζες, η Κόρυ (την άλλη δεν θυμάμαι πως την έλεγαν) γύρω στα 25 χρόνια της ήταν η πιο όμορφη, ψηλή, καστανή, με ωραία χαρακτηριστικά προσώπου και σωστές αναλογίες.
Μετά πήγαμε όλοι για φαγητό και στη συνεχεία στο «Ισαβέλα» για ποτό.

Το θέμα με την Κόρυ είχε προχωρήσει αρκετά, τα σχόλια και τα πειράγματα της παρέας τροφοδότησαν την ένταση ανάμεσα στην Ιζαμπέλ και στη Τζιλ που έβαλε τα κλάματα όταν η Ιζαμπέλ άρχισε να της φωνάζει…. «στα ΄λέγα, δε στα ΄λέγα;»
Αναγκάστηκα να φύγω με την Κόρυ από το μπαρ, η συνεννόηση μετά από πρόταση του Νόρμαν ήταν να πάμε να πάρει τα πράγματα της και να εγκατασταθεί στο σκάφος.
Βαδίσαμε έξω από το χωριό σε μια ερημιά και χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει έναν μικρό φακό που είχε μαζί της για να βλέπουμε που πατάμε μέσα στο σκοτάδι.
Φαντάστηκα ότι θα με οδηγούσε σε κάποιο ενοικιαζόμενο δωμάτιο αλλά το μόνο που έβλεπα ήταν παντού ερημιά.

Φαινόταν να ξέρει το δρόμο και βάδιζε ένα βήμα μπροστά από εμένα.
Κάποια στιγμή σταμάτησε, βρισκόμασταν μπροστά σ΄ ένα μεγάλο πεύκο, προφανώς κοντά στη θάλασσα γιατί μπορούσα να ακούω τα κύματα που έσκαγαν στα βράχια πολλά μέτρα κάτω απ΄ τα ποδιά μας.
Άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω στο δέντρο κρατώντας τον μικρό φακό στο στόμα της.

Σε λίγο είχε ανέβει σε ύψος πολλών μέτρων κι εγώ από το έδαφος έβλεπα το φως του φακού να φωτίζει κάποιους σκούρους όγκους μπαγκαζιών.
Ήταν τα πράγματα της! Sleeping bag, σακίδιο κ.λπ., που τα ειχε ασφαλίσει επάνω στο δέντρο για να μην της τα κλέψουν.
Στην προσπάθεια της να τα ξεκρεμάσει κάποιο από αυτά έπεσε και σκάλωσε σ΄ένα κλαδί πιο κάτω που δεν μπορούσε να πλησιάσει για να το πιάσει.
Αποφάσισα ν΄ αναλάβω δράση κι άρχισα να σκαρφαλώνω στο δέντρο, για 40ρης ήμουν πολύ καλός ακόμη σ΄ αυτά...

Όταν έφτασα επάνω, δίπλα της διαπίστωσα ότι το επίμαχο σημείο ήταν απλησίαστο.
Ο αέρας, παρότι είχε νυχτώσει, δεν είχε πέσει, ήταν από τα γαϊδουρομέλτεμα που δουλεύουν και το βράδυ, το δέντρο πήγαινε πέρα-δώθε και χρειαζόταν μεγάλη προσοχή για να μην σκάσεις κάτω από αυτό το ύψος.


Στηρίχτηκα ανάμεσα στα σκέλη μιας διχάλας και κρατούσα πάνω μου την Κόρυ για ασφάλεια.
Αυτά τα κοντινά πλάνα συνήθως έχουν τα γνωστά αποτελέσματα και έτσι δεν αργήσαμε να… κουτουπωθούμε.

Όταν τα γράδα είχαν ανέβει πολύ, απόσπασε τα χέρια της από πάνω μου και με μια παρακινδυνευμένη κίνηση βρήκε ένα κλαδί λίγο πιο κάτω και στηρίχτηκε περνώντας το πόδι της γύρω του σαν περικοκλάδα.
Το κεφάλι της βρισκόταν στο ύψος της μέσης μου και αφού βρήκε την κατάλληλη στάση και βολεύτηκε άρχισε να μου λύνει τη ζώνη.
Εν τω μεταξύ το δέντρο πήγαινε πέρα-δώθε από τον αέρα απειλώντας να μας αποτινάξει σαν αίσχη από πάνω του.

Με το ένα χέρι κρατιόμουν από ένα κλαδί ψηλά αριστερά και με το άλλο κρατούσα το κεφάλι της Κόρυ για να διαπιστώσω με τρόμο δια του ψηλαφισμού δυο τεραστία καρούμπαλα στο επάνω τριχωτό μέρος της κεφαλής της.
Κατάλαβα ότι προέρχονταν από αντίστοιχες δραστηριότητες και συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν ο μόνος που είχε περάσει από το δέντρο.
Μοιραία σκέφτηκα τη ματαιότητα κάθε ανθρώπινης δράσης, ότι ούτε με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να πρωτοτυπήσει κανείς, ενώ τα μάτια μου, που είχαν πια συνηθίσει στο σκοτάδι, άρχισαν να διακρίνουν από το σημείο που βρισκόμουνα τα κύματα να σπάνε πάνω στα βράχια πολλά μέτρα κάτω από τα ποδιά μας και δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι το δέντρο που πηγαινοερχόταν σαν σουρωμένο φάντασμα από τον αέρα, βρισκόταν φυτρωμένο στην άκρη ενός γκρεμού ο οποίος έχασκε κάτω από τα πόδια μας…

Το κορίτσι, καθισμένο ένα κλαδί παρακάτω εξακολουθούσε αδιαλείπτως να… παίζει φλογέρα, ενώ εγώ καθηλωμένος μπροστά της με μισοκατεβασμένο το παντελόνι προσπαθούσα να κρατηθώ στη ζωή από ένα κλαδί αμφίβολης αντοχής και από δυο αμφίβολης προέλευσης καρούμπαλα.
Η Κόρυ φαίνεται ότι διάβασε την απορία μου σχετικά με τα εξογκώματα της και η μοναδική στιγμή που διέκοψε ήταν για να μου εξηγήσει ότι πρόκειται απλώς για αθώα λιπώματα τα οποία σκόπευε να αφαιρέσει όταν θα γύριζε στην πατρίδα της και θα ‘βρισκε χρήματα.

Τα χέρια μου, τα μαλλιά μου και τα ρούχα μου είχαν γεμίσει ρετσίνι, μυρμήγκια είχαν καταλάβει όλο μου το σώμα και έκοβαν βόλτες, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με καλούσε να ξεφύγω από αυτή την θανάσιμη κατάσταση στην οποία είχα εμπλακεί και να κατεβώ από το δέντρο. Τα ορμέφυτα μου δεν μ΄ άφηναν να το κάνω.

Το σακίδιο με το κούνα-κούνα από τον αέρα, κάποια στιγμή έσκασε κάτω στο έδαφος με θόρυβο, όταν ήρθε η ώρα άρχιζα να φωνάζω σαν τον Ταρζάν, και σκέφτηκα ότι την συγκεκριμένη στιγμή δεν θα μ΄ ένοιαζε να πέσω…

Κατεβήκαμε κι εγώ δεν ξέρω πως. Το κορίτσι άρχισε να τρίβει με χώμα τα χέρια του και τα μπούτια του για να φύγει το ρετσίνι. Την μιμήθηκα με την ικανότητα της μαϊμούς. Έτσι καθώς κόλλαγα ολόκληρος ένοιωθα σαν το πουλί που την τελευταία στιγμή τα κατάφερε να ξεκολλήσει απ΄ την ξόβεργα.
Τίναξα τα μυρμήγκια από πάνω μου όπως μπορούσα φορτώθηκα το σακίδιο στον ωμό και δρόμο για το λιμάνι.
Μπήκα στο πλεούμενο και σε λίγο επέστρεψα μ΄ ένα μπουκάλι οινόπνευμα και μια πετσέτα. Το βράδυ κοιμηθήκαμε έξω στο κατάστρωμα.

Το πρωί ξυπνήσαμε με το πρώτο φως γύρω στις έξι. Πήρα ένα κουτί ΟΜΟ και δρόμο για το ποτάμι. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, γδυθήκαμε και αρχίσαμε να σαπουνιζόμαστε με μπλε και πράσινους κόκκους, το νερό ήταν υπερβολικά κρύο και για να το αντέξουμε πηδούσαμε σαν μαϊμούδες βγάζοντας τα σχετικά με την ψυχρολουσία επιφωνήματα.
Κάποια στιγμή που γύρισα και κοίταξα προς τα πίσω είδα μια από τις γυναίκες του χωριού, την Ε., μ΄ ένα μπόγο ρούχα που είχε έρθει χαράματα για μπουγάδα να στέκεται κεραυνόπληκτη από το θέαμα.
ΣΟΚ
Ο μπόγος της έφυγε απ΄ τα χέρια κι έσκασε κάτω σαν… μπόγος.
Είναι αλήθεια ότι άλλα της είχα πει και το κακό είναι ότι τα είχε πιστέψει.
Το ‘βαλε στα πόδια.
Άρπαξα την Κόρυ και γυρίσαμε γρήγορα στο σκάφος. Ξύπνησα τον κόσμο και τους ενημέρωσα ότι «τώρα που είναι ακόμα νωρίς και ο καιρός είναι μαλακός και ταξιδεύεται, φεύγουμε για Μύκονο».
Έξω από τον κόλπο της Νάουσας είχε 7αρι γεμάτο.



ΤΕΛΟΣ


Σημείωση:
Οι ιστορίες του Skipper, είναι αληθινές από κάποιον που θέλω να υπολογίζω εξίσου αληθινά για φίλο και τον «γνώρισα» δικτυακά, στα blogs.
Κάποια ονόματα (και όχι καταστάσεις) έχουν αλλαχθεί για λόγους ευνόητους.

Soundtrack: Θανάσης Δρίτσας - Υδατογραφία
(δεξί κλικ - save target as)

14 comments:

weirdo said...

Αχ.. τι όμορφο...:)
Καλημέρα, girlie..

Mantalena Parianos said...

Kαλημέρα!
Που χάθηκες; Βουτιές κι εσύ στο αλμυρό νεράκι;

weirdo said...

Βουτιές..;
Εχμ.. Αστα..:)pP)- Σπλουτςςςς
Στην καρακοσμάρα μου...:)
Να τα πούμε..

φιλάκια
(super o M. Skipper..)

neropistolero said...

Βρε Μανταλένα, τί κατάλαβες τώρα?Μόλις τελείωσα με το ένα μάθημα και είπα να μη διαβάσω για λίγο καιρό, πας και κάνεις ποστ ολόκληρο βιβλίο...Δεν το διάβασα ακόμα, αλλά θα το διαβάσω. :P

Mantalena Parianos said...

NEROPISTOLERO>>
Πώς πήγες στις εξετάσεις;
Το ποστ ανήκει ουσιαστικά στον Skipper - ελπίζω να κάνει τον κόπο να εμφανιστεί γιατί θέλω να τον ρωτήσω σχετικά με το σεξ πάνω στα δέντρα - μου έχει εξάψει την περιέργεια.

Η πλάκα είναι ότι ΞΕΡΩ ΑΚΡΙΒΩΣ που πρέπει να βρίσκεται αυτό το δέντρο που περιγράφει... όπως βγαίνουμε από το δρόμο της Νάουσας για Παροικιά, δεξιά, πάνω από έναν όρμο που επειδή βλέπει βοριά, τον πιάνει σχεδόν πάντα και το κύμα και ο αέρας...

Jamella said...

καλημέρα..
τέλειωσε η ιστορία?
σού-σού-σού-πεεεεερ
[είχα βαρεθεί]

Anonymous said...

Άντε να γεράσω να παινεύω κι εγώ τα νιάτα μου!
Ζορμπάδες του γλυκού νερού όλοι πια...

Jamella said...

* φίλτατε "skipper", λυπάμαι αν γίνομαι εγκληματικώς ειλικρινής αλλά έχω πολλά να αντιμετωπίσω κάθε μέρα ώστε να προσπαθώ να είμαι πιο διπλωματική.
Μια καλή ιδέα θα ήταν να κάνετε ένα δικό σας blog.
Εδώ έκανα εγώ που δεν έχω να πω τπτ εκτός από κάτι άναρθρα..
ε? πως σας φαίνεται η ιδέα?

Mantalena Parianos said...

JAMELLA>>
Η ειλικρίνειά σου τσακίζει. Σαχλαμαρίδου!
Και όχι, απ' όσο ξέρω, δεν θέλει να κάνει δικό του μπλογκ. (Μη με κάνετε να απολογούμαι για 'κείνον - μου αφιέρωσε / εμπιστεύτηκε αυτές τις αναμνήσεις του και εγώ τον έπεισα να τις ποστάρουμε).
Είναι σαν να σου έλεγε ιστορίες ο παπούς σου... θα του έλεγες ότι βαριέσαι; (Άσε που εγώ δεν βαρέθηκα καθόλου να τις διαβάσω).


Ανώνυμε Μίμη>>
Σημασία δεν έχει να γεράσεις, αλλά να γεράσεις όμορφα. Και να είσαι χορτασμένος. Νομίζω ότι του ανθρώπου που τα γράφει αυτά, του έχουν συμβεί και τα δυο.

Jamella said...

θα σου αντιπροτείνω το πρόθεμα αντί της καταλήξεως..[δεν είμαι και πόντια ]
Μc'σαχλαμάρα ας πούμε.

μμμ, νομίζω οτι υπάρχουν ήδη 13 ποστς με κέιμενα του.
μάλλον πείθεται συχνά.

Μην με κάνεις να απαντάω, δεν έχω καμμία πρόθεση να φανεί οτι επιτίθεμαι, δεν επιτίθεμαι, απλώς λέω τη γνώμη μου.

Mantalena Parianos said...

JAM>>
Tρία posts είναι - η αριθμιτική είναι το φόρτε σου όπως βλέπω! :ΡΡΡ

Και αν θες να ξέρεις, ήταν ΕΝΑ mail όλο αυτό και εγώ το "έσπασα" στα τρια posts.
Και αν θες να ξέρεις και κάτι τελευταίο, το να προσβάλλεις τον καλεσμένο μου, προσβάλλει εμένα.

Jamella said...
This comment has been removed by a blog administrator.
Jamella said...

όχι, δεν κατάλαβες..
13 ποστ σε άλλο blog εννοούσα.
παλιότερα.
δεν προσέβαλλα κανέναν απολύτως, είπα τη γνώμη μου.
κοίτα, αν είχε μπλογκ και ήθελα να σχολιάσω κάτι θα το έκανα εκεί.
έτσι, είπα τη γνώμη μου εδώ.
αν η γνώμη μου είναι προσβλητική δεν την παίρνω πίσω λυπάμαι.
τι να κάνω?
να βγάλω τελάλη να μου στείλει ε-μειλ να του πω κάτι?
άλλοστε, μάλλον βαριόμαστε φρικτά ο ένας τον άλλον και το πιθανότερο είναι να μην το δει ποτέ ακόμα και να το βγάλω.
εκτός αυτού, το blog ID , θα πρέπει κι εσύ να ξέρεις δεν είναι ονοματεπώνυμο με το ΑΦΜ μας..
τι θα πει, ντρέπεται να κάνει ένα?
σκέψεις, σκόρπιες σκέψεις μιας ξανθιάς.
μην δίνεις σημασία..

Mantalena Parianos said...

JΑΜ>>
ΔΕΝ σου απαντάω. προσθέτω απλώς ένα comment για να μην μείνουμε στα 13 και είναι γρουσουζιά.
:ΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ