Ferdinand Hodler, Day (1900)
Και μετά, οι αργές, βατραχανθρωπικές κινήσεις
του καλοκαιριού, θα τινάξουν την πάχνη απ’ τα νούφαρα
στη στέρνα δίπλα στα κυπαρίσσια.
Εκεί που η γέρικη ελιά αναρωτιέται αν θα αναπτυχθεί για τελευταία φορά
προς τα πάνω ή προς τα πλάγια - έχει αρχίσει να γέρνει
απ’ τα χρόνια.
Φέτος οι φωτιές. Και πάντα οι άνεμοι.
Άνεμοι ονείρων και αναταραχών – γιατί αναταραχές χρειάζονται, όχι αβρότητες.
Και όνειρα [λέμε] από ατόφιο αλάτι, να νοστιμίζουν
οι ψευδαισθήσεις.
Φέτος και το κορίτσι με το μικρό στήθος και τα δειλά χέρια, που δεν είναι πια δειλά. Και πάντα οι άνεμοι.
Γιατί τα μελτέμια μάς γνέφουν όταν παίρνουμε τα ονόματά μας και τα απιθώνουμε πάνω τους να τα ταξιδέψουν:
-Πώς σε λένε;
-Μου το έχουν ξαναζητήσει το όνομά μου, δεν έχω πια.
-Τι έχεις να μου δώσεις τότε;
-Σαν τι θα ήθελες;
-Δεν ξέρω. Τι σου έχει απομείνει;
-Εσύ.
.