Mar 19, 2006
Fast food culture
Όταν δεν γράφω, διαβάζω. Στην προκειμένη περίπτωση, (αντι)γράφω κάτι που διάβασα.
[Η Σάτζυ και ο Γκουλντ μπαίνουν σε ένα fast food].
-Γειά σας.
-Γειά, είπε η Σάτζυ.
-Τι θα πάρετε;
-Δυο τσίζμπεργκερ και δυο χυμούς πορτοκάλι.
-Πατατούλες;
-Όχι, ευχαριστώ.
-Και με τις πατάτες, το ίδιο θα σας έρθει.
-Δεν πειράζει, ευχαριστώ.
-Τσίζμπεργκερ, αναψυκτικό και πατάτες είναι ο συνδυασμός νούμερο 3, είπε, δείχνοντας μια φωτογραφία πίσω απ’ την πλάτη της.
-Ωραία φωτογραφία, αλλά δεν μας αρέσουν οι πατάτες.
-Μπορείτε να πάρετε διπλό τσίζμπεργκερ, συνδυασμός νούμερο 5, δεν έχει πατάτες και κοστίζει το ίδιο.
-Το ίδιο με τι;
-Με ένα τσίζμπεργκερ και ένα χυμό πορτοκάλι.
-Ένα διπλό τσίζμπεργκερ κοστίζει όσο ένα μονό τσίζμπεργκερ;
-Ναι, αν διαλέξετε το συνδυασμό νούμερο 5.
-Απίστευτο.
-Το συνδυασμό νούμερο 5;
-Όχι. Θέλουμε ένα μόνο τσιζμπεργκερ. Ένα ο καθένας. Όχι διπλά τσίζμπεργκερ.
-Όπως θέλετε. Αλλά πετάτε λεφτά.
-Δεν πειράζει, ευχαριστώ.
-Δυο τσίζμπεργκερ και δυο χυμούς πορτοκάλι λοιπόν.
-Τέλεια.
-Επιδόρπιο;
-Θέλεις τάρτα, Γκουλντ;
-Ναι.
-Λοιπόν προσθέστε μια τάρτα, ευχαριστώ.
-Αυτή τη βδομάδα, για κάθε επιδόρπιο που παραγγέλνετε, σας δίνουμε άλλο ένα, δώρο.
-Φανταστικό.
-Τι θα πάρετε;
-Τίποτα, ευχαριστώ.
-Μα πρέπει να το πάρετε, είναι δώρο.
-Δεν μ’ αρέσουν τα επιδόρπια, δεν θέλω.
-Μα εγώ πρέπει να σας το δώσω.
-Που πάει να πει;
-Είναι η προσφορά της εβδομάδας.
-Το κατάλαβα.
-Οπότε πρέπει να σας το δώσω.
-Τι πάει να πει πρέπει να μου το δώσεις; Εγώ δεν το θέλω, δε μ’ αρέσει, δεν θέλω να γίνω χοντρή σαν την Τίνα Τάρνερ, δε θέλω να φοράω κυλότες ΧΧL, τι πρέπει να κάνω, να περιμένω την επόμενη βδομάδα για να φάω ένα σκέτο τσίζμπεργκερ;
-Μπορείς και να μην το φάς. Να πάρεις το επιδόρπιο δώρο και να μην το φάς.
-Να το πάρω να το κάνω τι;
-Μπορείς να το πετάξεις.
-ΝΑ ΤΟ ΠΕΤΑΞΩ; Εγώ δεν πετάω τίποτα, πέτα το εσύ, ορίστε, αυτό κάνε, το παίρνεις και το πετάς, ok;
-Δεν μπορώ, θα με απολύσουν.
-Χριστέ μου...
-Είναι πολύ αυστηροί εδώ.
-Καλά, ok, ξέχνα το, δώσε μου την τάρτα.
-Σιρόπι;
-Όχι σιρόπι.
-Είναι δωρεάν.
-ΤΟ ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΕΑΝ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΕΛΩ, ΟΚΕΪ;
-Όπως θέλεις.
-Σιρόπι όχι.
-Σαντιγί;
-Σαντιγί;
-Έχει και σαντιγί, αν θέλεις.
-Εγώ δεν θέλω ούτε την τάρτα, τι διάολο σε κάνει να πιστεύεις ότι θέλω ΣΑΝΤΙΓΙ;
-Δεν ξέρω.
-Ξέρω εγώ. Όχι σαντιγί.
-Ούτε το αγοράκι;
-Ούτε το αγοράκι.
-Εντάξει. Δυο τσίζμπεργκερ, δυο χυμούς πορτοκάλι, μια τάρτα χωρίς τίποτα. Αυτό είναι για σας, πρόσθεσε δίνοντας στη Σάτζυ δυο πράγματα τυλιγμένα σε διάφανο χαρτί.
-Τι διάολο είναι;
-Τσίχλα, είναι δώρο. Μέσα έχει μια μπαλίτσα από ζάχαρη, αν η μπαλίτσα είναι κόκκινη κερδίζεις άλλες δέκα τσίχλες, αν είναι μπλε κερδίζεις ένα συνδυασμό νούμερο 6, δωρεάν. Αν η μπαλίτσα είναι άσπρη, την τρως κι αυτό είναι όλο. Πάντως οι οδηγίες υπάρχουν στο περυτίλιγμα.
-Για συγνώμη μια στιγμή.
-Ναι;
-Για συγνώμη, ε...
-Ναι.
-Ας πούμε υποθετικά ότι εγώ την παίρνω αυτή την παλιότσιχλα, έτσι;
-Ναι.
-Κι ας πούμε ακόμη πιο υποθετικά ότι εγώ κάθομαι και τη μασάω για κανα τέταρτο και μέσα βρίσκω μια μπλε μπαλίτσα.
-Ναι.
-Θα πρέπει τότε να στη φέρω, γεμάτη σάλια, να στην ακουμπήσω εδώ, κι εσύ θα μου δώσεις ένα λιπαρό, τηγανητό και αχνιστό συνδυασμό νούμερο 6;
-Δωρεάν.
-Και κατά τη γνώμη σου, πότε θα τον έτρωγα;
-Αμέσως, νομίζω.
-Εγώ θέλω ένα τσίζμπεργκερ και ένα χυμό πορτοκάλι, το κατάλαβες αυτό; Δεν ξέρω τι να κάνω με τα τρία κομμάτια τηγανητό κοτόπουλο συν μια μερίδα μεσαίες πατάτες συν ένα βουτυρωμένο ψωμάκι συν μια μεσαία κόκα. ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΔΙΑΟΛΟ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΩ.
-Συνήθως τα τρώνε.
-Ποιος; Ποιος τα τρώει; Ο Μάρλον Μπράντο; Ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο Κινγκ Κονγκ;
-Ο κόσμος.
-Ο κόσμος;
-Ναι, ο κόσμος.
-Άκου, μου κάνεις μια χάρη;
-Βέβαια.
-Πάρε πίσω αυτές τις τσίχλες.
-Δεν μπορώ.
-Κράτα τες στην άκρη για τον επόμενο παχύσαρκο πελάτη, έτσι;
-Δεν μπορώ, στα αλήθεια.
-Χριστέ μου...
-Λυπάμαι.
-Λυπάσαι.
-Στ’ αλήθεια.
-Δωσ’ μου αυτές τις τσίχλες.
-Δεν είναι άσχημες, έχουν γεύση παπάγια.
-Παπάγια;
-Το εξωτικό φρούτο.
-Παπάγια.
-Είναι της μόδας φέτος.
-Οκέι, οκέι.
-Αυτά;
-Ναι, γλύκα, αυτά.
Πλήρωσαν και πήγαν στο τραπέζι. Απ’ το ταβάνι κρεμόταν μια συσκευή τηλεόρασης ανοιχτή στο κανάλι Food TV. Έκανε ερωτήσεις. Αν ήξερες τη σωστή απάντηση, την έγραφες σε ένα ειδικό κενό στο χάρτινο σουπλά και το παρέδιδες στο ταμείο. Κέρδιζες ένα συνδυασμό νούμερο 2. (...)
Η Σάτζυ άνοιξε τη συσκευασία του τσίζμπεργκερ. Στην εσωτερική πλευρά του καπακιού πρόβαλε ένας κατακόκκινος λεκές. Έγραφε ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!! ΚΕΡΔΙΣΕΣ ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΧΑΜΠΟΥΡΓΚΕΡ! Και με πιο μικρά γράμματα: Πήγαινε αμέσως αυτό το απόκομμα στο ταμείο, θα πάρεις ένα χάμπουργκερ δωρεάν και ένα αναψυκτικό στη μισή τιμή! Υπήρχε άλλη μια πρόταση, γραμμένη λοξά, αλλά η Σάτζυ δεν τη διάβασε. Ξανάκλεισε ήρεμα την πλαστική συσκευασία, αφήνοντας το τσίζμπεργκερ μέσα.
-Πάμε, είπε.
-Μα ούτε καν άρχισα..., είπε ο Γκουλντ.
-Αρχίζουμε μιαν άλλη φορά.
Σηκώθηκαν αφήνοντας τα πάντα εκεί και πήγαν προς την πόρτα. Εκεί τους σταμάτησε ένας τύπος ντυμένος κλόουν, μόνο που στο κεφάλι του φορούσε το καπελάκι του φαστφουνάδικου.
-Ένα μπαλόνι τιμής ένεκεν, κυρία.
-Πάρε το μπαλόνι, Γκουλντ.
Πάνω στο μπαλόνι έγραφε ΕΓΩ ΤΡΩΩ ΧΑΜΠΟΥΡΓΚΕΡ.
-Αν το κολλήσετε στην πόρτα του σπιτιού σας, μπορείτε να συμμετάσχετε στο διαγωνισμό ΚΥΡΙΑΚΟΧΑΜΠΟΥΡΓΚΕΡ.
-Κόλλησέ το στην πόρτα, Γκουλντ.
-Κάθε Κυριακή κληρώνεται ένα από τα σπίτια που έχουν απ’ έξω μπαλόνι και ένα φορτηγάκι έρχεται και ξεφορτώνει μπροστά στην πόρτα πεντακόσια τσιζμπεϊκονμπέργκερ.
-Θυμήσου να ελευθερώσεις το δρομάκι μπροστά από την είσοδο, Γκουλντ.
-Υπάρχει κι ένας καταψύκτης τριακοσίων λίτρων ειδική προσφορά. Για να διατηρείτε τα τσιζμπεϊκονμπέργκερ.
-Λογικό.
-Αν πάρετε αυτόν των πεντακοσίων λίτρων, σας κάνουν δώρο κι ένα φούρνο μικροκυμάτων.
-Φανταστικό.
-Αν έχετε ήδη, μπορείτε να πάρετε επαγγελματικό πιστολάκι με τέσσερις ταχύτητες.
-Σε περίπτωση που χρειαστεί να λούσω τα τσιζμπεϊκονμπέργκερ;
-Συγνώμη;
-Ή να λουστώ με κέτσαπ;
-Συγνώμη;
-Λένε ότι δίνει λάμψη στα μαλλιά.
-Ποιο, το κέτσαπ;
-Ναι, δεν το έχεις δοκιμάσει ποτέ;
-Όχι.
-Δοκίμασε. Και η σάλτσα μπεαρνέζε δεν είναι κακή.
-Σοβαρά;
-Καταπολεμά την πιτυρίδα.
-Πιτυρίδα δεν έχω, δόξα τω Θεώ.
-Σίγουρα όμως θα αποκτήσεις αν συνεχίσεις να τρως σάλτσα μπεαρνέζε.
-Μα δεν τρώω ποτέ.
-Ναι, αλλά πλένεις τα μαλλιά σου.
-Εγώ;
-Βέβαια, φαίνεται απ’ το πιστολάκι.
-Ποιο πιστολάκι;
-Αυτό που έχεις κολλήσει στην πόρτα.
-Μα εγώ δεν το έχω κολλήσει σε καμιά πόρτα...
-Σκέψου καλά, το έβαλες εκεί όταν σου έφυγε ο φούρνος μικροκυμάτων με τις τέσσερις ταχύτητες.
-Έφυγε από που;
-Από τον καταψύκτη.
-Από τον καταψύκτη;
-Την Κυριακή, δεν θυμάσαι;
-Πλάκα κάνεις;
-Μοιάζω να κάνω πλάκα;
-Όχι.
-Σωστή απάντηση. Κερδίσατε πεντακόσια λίτρα μπαλόνια, θα σας παραδοθούν σε χάμπουργκερ, τα λέμε, γεια.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Δεν πειράζει. Τα λέμε, έτσι;
-Το μπαλόνι.
-Πάρε το μπαλόνι, Γκουλντ.
-Θέλεις το κόκκινο ή το μπλε;
-Το παιδί είναι τυφλό.
-Ω, συγνώμη.
-Δεν πειράζει συμβαίνουν αυτά.
-Το μπαλόνι θα το πάρετε εσείς;
-Όχι, θα το πάρει το παιδί. Τυφλό είναι, όχι ηλίθιο.
-Να του δώσω κόκκινο ή μπλε;
-Χρώμα εμετού δεν έχετε;
-Όχι.
-Περίεργο.
-Μόνο κόκκινο και μπλε.
-Κόκκινο λοιπόν.
-Ορίστε.
-Πάρε το κόκκινο μπαλόνι, Γκουλντ.
-Να, πάρε...
-Πες ευχαριστώ, Γκουλντ.
-Ευχαριστώ.
-Παρακαλώ.
-Έχουμε τίποτε άλλο να πούμε;
-Συγνώμη;
-Φαίνεται πως όχι. Αντίο.
-Καλή τύχη για την Κυριακή!
-Ψόφα.
Βγήκαν απ’ το φαστφουντάδικο. Η ατμόσφαιρα ήταν κρύα και καθαρή, σωστός χειμώνας.
-Σκατοπλανήτης, είπε σιγανά η Σάτζυ.
Ο Γκουλντ στεκόταν εκεί, στη μέση του πεζοδρομίου, ακίνητος, μ’ ένα κόκκινο μπαλόνι στο χέρι. Πάνω του έγραφε ΕΓΩ ΤΡΩΩ ΧΑΜΠΟΥΡΓΚΕΡ.
-Πεινάω, είπε.
[Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «City» του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο, Εκδόσεις Πατάκη]
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
xm... kalo akougetai.
Στην πραγματικότητα το μυθιστόρημα δεν είναι τόσο καλό όσο το απόσπασμα. Απ' την άλλη, γούστα είναι αυτά. Πάντως σε αυτό το σημείο, γέλασα.
Post a Comment