Nov 6, 2007
Η ζωή υπό βροχή
Περνάω από μέρη που έχουν ήδη ανάψει τζάκια.
Μυρίζει χωριό βγαίνοντας έξω απ’ την πόλη, αν και η πόλη τα τελευταία χρόνια βγαίνει κι αυτή έξω, με ακολουθεί στα Μεσόγεια, στο Λιόπεσι και στην πίσω πλευρά του Υμηττού όπου παίζαμε με τις χελώνες και τις λάσπες, κρύβαμε τα σκατζοχοιράκια και κάναμε ανάβαση στο βουνό με τα ξαδέλφια μου.
Ντύνομαι, ξεντύνομαι στις στάσεις σαν τον Κλαρκ Κεντ, κάθε που πιάνει ξαφνική βροχή. Όπως χτες. Όπως σήμερα.
Και είναι κάτι στάσεις, στη μέση του πουθενά. Έξω απ’ το Κορωπί, λόγου χάρη, μπροστά από αγροκτήματα που δεν είναι πια αγροκτήματα, αλλά που τα σκυλιά μέσα από τους φράχτες γαυγίζουν σα να βλέπουν άνθρωπο πρώτη φορά. Μπορεί να φταίει και το μακιγιάζ μου που όταν βρέχεται γίνεται διωχτικό και πιο τρομαχτικό κι από το χαμόγελο του Βουλγαράκη.
Σήμερα πάντως, φρενάρω στα νερά σε μια στάση όπου δυο
–κομματάκι περισσότερο απελπισμένοι από μένα εικάζω- άνθρωποι, στέκονταν σαν playmobil κολλημένοι ο ένας δίπλας στον άλλον για να μην τους χτυπά η βροχή: μια γιαγιά και ένα παππούδι.
-Ρίχνει ε; λέω και το παίζω άνετα, ανοίγοντας την μπαγκαζιέρα, βρίσκω την ολόσωμη φόρμα, μετά βγάζω το μπουφάν μου που το διπλώνω όπως όπως εκεί μέσα και με τη φόρμα υπό μάλλης μπουκάρω κάτω από το σκέπαστρο. Τα γερόντια μου κάνουν αμέσως χώρο.
-Κρατάς λίγο σε παρακαλώ; λέω στη γιαγιούλα και της δίνω το κατακαίνουριο, μαύρο-ματ κράνος μου, που το παίρνει αμέσως αμήχανη.
Στηρίζομαι στο ένα πόδι και έχοντας μαζέψει το πανταλόνι της φόρμας το περνάω στην μπότα. Τρεκλίζω λίγο, η γιαγιά περιεργάζεται το κράνος, αλλά μόλις με βλέπει το πασάρει αμέσως στον παππού για να με στηρίξει. Δεν πιστεύω στα μάτια μου.
Της χαμογελάω, λέω: μην ανησυχείτε, μου συμβαίνει συνέχεια ακόμη κι όταν δεν πίνω.
Γελάνε.
-Μπορώ να το δοκιμάσω; Λέει ο παππούς δείχνοντάς μου το κράνος.
-Παρακαλώ.
Εν τω μεταξύ φοράω τη φόρμα, ανεβάζω τα φερμουάρ, κλείνω τα στραπς, σαν το Μίκαελ Σουμάχερ ένα πράγμα. Αλλά με πιο τουρλωτό ποπό.
Ο γέρος φοράει το κράνος μου και μιλάει από μέσα χωρίς να καταλαβαίνω τι λέει. Ελπίζω να έχει πλύνει τα δόντια του και να έχει λουστεί, σκέφτομαι, διαφορετικά με βλέπω να το πετάω στον κάδο απλύτων με το που θα γυρίσω σπίτι.
-Παπούδι, βιάζομαι, του λέω. Και ρίζνει κατσαβίδια, δεν θα μπορώ να τρέξω.
-Εσείς οι νέοι όλο βιάζεστε, μου απαντάει, βγάζοντας το κρανάκι μου. Που βιάζεσαι να πας; Στην ίδια στάση με μας στέκεσαι.
Επιτόπου σταματάω να γελάω. Και ευτυχώς δεν φαίνεται γιατί συγχρόνως φοράω το full face κράνος.
-Ευχαριστώ, ουρλιάζω για να μ' ακούσουν από μέσα πριν κατεβάσω τη ζελατίνα. Τους σφίγγω τα χέρια με τα σκληρόπετσα γάντια μου.
Το κράνος μυρίζει λεβάντα.
Βγαίνοντας ξανά στο δρόμο, τα αυτοκίνητα μοιάζουν ναυάγια με ρόδες.
Ο μόνος λόγος που δεν βουλιάζουμε είναι επειδή βρισκόμαστε πάνω απ' τη γη.
Ακόμα.
.
Photo by Dave Beckerman
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
11 comments:
Πολυ ομορφο ρε Μανταλενα!
Καλά...
φευγάτο...
αλλά θα ήθελα να ήμουν εκεί να σε δω...
θα είχε πολύ φάση....!
Που βιάζεσαι να πας;
ε?
που?
:)
πολυ επικριτικο αυτο το "που βιαζεσαι να πας" του γεροντα.
και ολιγον αγενες
Σιγά το αγενές...στωικά το είπε ο γέροντας...στην εποχή του ήταν πιο νορμάλ οι ρυθμοί της ζωής...πιο ανθρώπινοι...έχουμε μάθει στο να τη βγαίνουμε πιο μπροστά...ταχύτητα, άγχος, κάπου εκεί χάνουμε το μπούσουλα και τρώμε τα μούτρα μας..
Μας ξενέρωσες βρε συμπεθέρα. Από τη μια μας λες πως καβαλάς το μηχανάκι γυμνή και μας φουντώνεις και από την άλλη μας μιλας για ολόσωμη φόρμα, στραπς, μποτες, κράνος και δε συμαζέυεται.
Μόνο τσαντόρ δε μας είπες ότι φοράς να νομίσουμε ότι είσαι στην περσία.
Τώρα που το σκέφτομαι το όλο σκηνικό με σενα στη βροχή μου θυμισε την ταινία "θεία ελα στην Περσία"
Hey ho
έλειψα σε ένα ταξίδι εκτός γαλαξία γι' αυτό α΄ργησα να απαντ΄σηω στα σχόλιά σας (κι όπως βλέπετε και από τον τρόπο που γράφω - δεν έχω προσαρμοστεί ακόμη στις συνθήκες βαρύτητας του πλανήτη σας)
Ιν δε μύνταϊμ, οι κοντρμπιούτορες μου στο Ελευθεροσκοπευτάδικο έσβηναν κόμμεντς βράδυ - πρωί, βράδυ πρωί βράδυ - πρωίιιιι, κάνοντας υπομονη , ο ουρανός να γίνει πιο γαλανός, ειδικά στο σημείο όπου περίμεναν το αστροπλοιάκι μου να σκάσει μύτη.
Ε, να 'μαι λοιπόν, λέμε.
Σιχαμένη ανώνυμη λουλού, γύρνα στην τρύπα σου αυτοβούλως και αυτοβουλώσου.
Όοοοχι, λέμε. Όοοοχι φίλε μου.
LOUKΡΗΤΙΑ >
Να 'σαι καλά βρε, με τον καλό τον λόγο στο πληκτρολόγιο σε βρίσκω!
καλημέρα
:)
ΝΑΒΙΓΚΕΗΤΟΡ >>
Τι να δεις; Δεν έχει και πολλή πλάκα. Βασίκά, έχω πολύ καλή ισοροπία λόγω πολεμικών τεχνών και στέκομαι στο ένα πόδι σαν τον πελαργό εύκολα.
Παιδεύομαι βέβαια λίγο να περάσω τα πόδια στη φόρμα, αλλά μόν όταν φοράω τα χοντροπάπουτσα της μοδός ή τίποτις μπότες τύπου Βέρμαχτ.
Κατά τα άλλα, αλλάζω πιο γρήγορα κι από τον Κλαρκ Κεντ λέμε (ίσως επειδή δεν φοράω γυαλιά όπως αυτός).
ΦΑΪΤΜΠΑΚ >>
Ο γεράκος ήταν μια χαρά, και προς μεγάλη μου έκπληξη. Αυτό που μου πέταξε με τσάκισε συναισθηματικά γιατί με έκανε να συνειδητοποιήσω αίφνης, ξανά, και αμετάκλητα τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσεως Δεν μου την είπε ότι "βιάζομαι" επειδή μπορεί να φαντάστηκε λόγου χάρη ότι "πιάνω 100 μες το νερό" (επειδή έβρεχε το λέω).
Όοοοχι, φίλε μου. Όοοοχι. Μια χαρά ήταν τα γερόντια σου λέω. Απορώ μάλιστα πώς δεν έβγαλαν κανένα βαζάκι με γλυκό του κουταλιού να με τρατάρουν κιόλα. Σ.
ΚΟΙΛΑΚΑΝΘΕ >>
ΚΙ εγώ έτσι το εισέπραξα αυτό που μου είπε το παππούδι. Και ήταν μάλιστα και άμεσο το αποτέλεσμα αυτού που είπε ώστε με προσγείωσε
χειρότερα κι από την χθεσινή μου προθαλάσσωση κατά την επιστροφή μου στον πλανήτη.
(έ, γιατί η αλήθεια είναι ότι είχα ορισμένες περιπετειούλες, μια και το σκάφος μου έπεσε σε χαλάζι και στούμπωσε ο μετατροπέας υδρογοαζώτου, εκεί που ρέμβαζα πάνω από τον Ατλαντικό)
ΜΠΙΝΤΙΜΠΙ >>
Ε, δεν είναι όλοι οι καιροί ίδιοι κύριέ μου!
Η ζέστη φέρνει το γυμνό, το κρύο την πατατούκα.
Αμαν ήταν έτσι να συμβιβάζουμε τα ασυμβίβαστα, θα ήμασταν όλοι σαν την ανώνυμη μαλάκω που διεγραψα τα σχόλιά της:
χαζοί χειμώνα - καλοκαίρι. Βρέξει - χιονίσει.
Αλλά όοοοχι, φίλε μου. όοοοχι.
(ήθελα να το πω αυτό, σόρι).
Κάθε εποχή έχει τη γλύκα της, Τη χάρη της και τα αξεσουάρ της.
Ζεστή σοκολά, μια σομπίτσα γκαζιού αλογόνου, ξυλόσομπα, τζάκι (οι πιο προνομιούχοι), το χειμώνα.
Στριγκάκι, σαγιονάρα, αντηλιακό με όμορφη γεύση όπου κι αν γλύψεις, το καλοκαίρι.
Οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός, θα ήτο κατστροφικός:
Θα ήταν π.χ. ολίγον τι κουλό να πλησιάσεις ένα τζάκι που έχει κορώσει, φορώντας μόνο το αντηλιακό λάδι σου. Γιατί έτσι και άρπαζε φωτιά, θα γινόσουν σαν το αρνάκι της λαμπρής. Ξεπετσιασμένο, (ροδοψημένο, μεν), βρωμερό και με τα μάτια όξω σαν τon πρωταγωνιστή toy "Μuμμy" λίγο πριν την τελική μεταμορφόζ.
Δεν την ξέρω την ταινία που λες ("θεια έλα στην περσία")
Υπάρχει όντως τέτοιος τίτλος;
ΥΓ. Δεν εχω ξεχάσει εκείνο που λέγαμε, αλλά στο καρεφούρ έχει πέσει τρελή δουλειά και μπαινοβγαίνω από μίτινγκ σε μίτινγκ με τους εξωγαλαξιακούς συναδέλφους, ενώ και τα βράδια εργάζομαι υπερωρίες στη γνωστή πιάτσα.
:/
μανταλενομούτς σε όλους
Είσαι απίστευτο παιδάκι, γλυκουλομανταλενάκι.
Post a Comment