Apr 18, 2008

Μια ανάπηρη ιστορία (που επιτέλους μπορώ να γράψω)


Σάββατο βράδυ, λίγο μετά τις 9 μμ., 8/12/2007
Μόλις έχουμε πέσει στην κατάμεστη Βασιλίσσης Σοφίας. Πέσαμε ξεκινώντας από πλήρη στάση, σε ένα φανάρι που τη διασχίζει κάθετα. Είναι ζήτημα αν πρόλαβα να ανοίξω στα 20 χιλιόμετρα πριν γλιστρήσουμε στα λάδια. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, ώστε πέσαμε πριν καν φτάσουμε στο διαχωριστικό διάζωμα.
Παρά την σχεδόν μηδενική ταχύτητα, εγώ έσκασα με το κεφάλι. Το καινούριο μου κράνος με προστάτεψε στο σαγόνι για όσο σύρθηκα στην άσφαλτο.
Όταν σταμάτησα, 185 μηχανικά κιλά βρίσκονταν από πάνω μου. Η φίλη μου με κοίταζε μέσα στο ψιλόβροχο.
-Είσαι καλά της είπα; Κινήθηκε όπως όταν κάνουμε έρωτα και θέλουμε να αλλάξουμε στάση, περνώντας το ένα πόδι της πάνω από το άλλο. Σηκώθηκε αμέσως από κάτω.
- Καλά είμαι. Εσύ;
-Κι εγώ αλλά δεν μπορώ να βγω.
Τα αυτοκίνητα περνούσαν αργά δίπλα μας. Το ένα δίπλα στο άλλο. Η λεωφόρος ήταν μποτιλιαρισμένη και από τις δυο πλευρές. Τίποτα δεν κινιόταν. Και κανένας δεν βγήκε να δει τι τρέχει.
Δεν μπορούσα να αποδεσμευθώ. Δεν μπορούσα να σπρώξω τη μηχανή από πάνω μου.
Ένας τυπάκος με εντούρο σταμάτησε και βοήθησε τη Ν. να με ελευθερώσει.
Έστησε όρθια τη μηχανή στο διάζωμα της Β. Σοφίαςμ στο μεσαίο stand και ήρθαν να με βοηθήσουν όσο προσπαθούσα να ανασηκωθώ.
Με έπιασαν από τις μασχάλες. Προσπάθησα να πατήσω το αριστερό μου πόδι και ούρλιαξα. Ήταν αδύνατον.
-Πρέπει να το έχω σπάσει, είπα. Με κουτσό, έφτασα στη μηχανή και κάθισα πάνω της, κάτω απ΄τη βροχή.
Έτρεμα και το πόδι μου άρχιζε να πονάει έτσι κρεμασμένο όπως το είχα. Έβγαλα το κινητό και κάλεσα το 166.
-Έχουμε πέσει στη Βασιλίσσης Σοφίας, στο ύψος του Πύργου Αθηνών, είπα τρέμοντας στην τηλεφωνήτρια.
-Στην άνοδο ή στην κάθοδο; με ρώτησε.
-Εε, στη μέση του δρόμου είμαστε. Ακριβώς πάνω στη διάβαση, πάνω στο διάζωμα.
-Σε ποιο ύψος; Αριθμό πάνω-κάτω έχετε να μου δώσετε;
-Τι αριθμό μου λες; Αρχίσα να τα παίρνω. Σου λέω ότι είμαστε μες τη μέση του δρόμου, μια μαύρη μηχανή, δυο άνθρωποι, ακριβώς έξω από τον Πύργο Αθηνών.
Ακούγωντάς με να το λέω αυτό, ο εντουράς που μας είχε βοηθήσει και δεν είχε φύγει ακόμη από κοντά μας, φώναξε στο τηλέφωνο έναν ψεύτικο αριθμό: στο 230 είμαστε…
-Μισό λεπτό…είπε εκείνη.
Άρχισα να κλαψουρίζω απ' τα νεύρα. Έκλεισα το τηλέφωνο και πήρα τον πατέρα μου.

Στη λίγη ώρα που μεσολάβησε κι ενώ είχαμε μείνει μόνοι εκείνη κι εγώ μισοκαθισμένος στη μηχανή – να στηρίζομαι στην αγκαλιά της ενώ έχανα σιγά σιγά τις αισθήσεις μου, ένα νοσοκομειακό φάνηκε στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Η Ν. έκανε κινήσεις με τα χέρια όπως οι ναυαγοί για να μας δουν, αφού δεν μπορούσε να με αφήσει γιατί κατέρρεα και ούρλιαζε κάτι σαν «εδώ είμαστε, ελάτε γρήγορα». Και θα πρέπει να φώναζε πολύ γιατί για μια στιγμή συνήλθα απλώς και μόνο από τις φωνές της στο αυτί μου.
-Τι φωνάζεις; της είπα προσπαθώντας να κάνω πλάκα, δεν είμαι κουφός.

Ύστερα από αρκετή προσπάθεια να κάνει αναστροφή μια που κανένα από τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα δεν παραχωρούσε προτεραιότητα στο νοσοκομειακό για να μας προσεγγίσει στο διάζωμα, ο οδηγός του το οδήγησε μέχρι τη διασταύρωση Κηφισίας και Αλεξάνδρας για να κάνει εκεί επιτόπια και να επιστρέψει στην κάθοδο της Βασιλίσσης Σοφίας, κοντά μας.
Πονούσα φριχτά όταν με φόρτωσαν στο νοσοκομειακό και κατεβήκαμε μέχρι τα εξωτερικά ιατρεία του Ευαγγελισμού, που εκείνο το βράδυ εφημέρευε. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πόσο σπουδαίο κοινωνικό αγαθό είναι η καλή άσφαλτος – ακόμη και στη Β. Σοφίας που θεωρείται καλός δρόμος από άποψη οδοστρώματος, σε κάθε λακουβίτσα ή σαμαράκι, μούγκριζα απ’ τον πόνο και έβριζα θεούς και δαίμονες.
Άσε το μποτιλιάρισμα. Ούτε ξέρω πόση ώρα χρειάστηκε για να φτάσουμε στο νοσοκομείο. Η περιπέτεια τώρα ξεκινούσε.


Εξωτερικά ιατρεία, Ευαγγελισμός, 10.20 μ.μ.
Είμαστε εδώ και λίγη ώρα όλοι οι τραυματίες ξαπλωμένοι σε φορεία, ο ένας δίπλα στον άλλον. Υποτίθεται πως δεν επιτρέπεται να μπαίνουν οι γνωστοί και συγγενείς μας μέσα, με εξαίρεση έναν «συνοδό» όπως λέγεται. Η Ν. με ειδοποιεί πως ήρθαν οι γονείς μου και ότι ειδοποίησε στο μπαράκι πως πάθαμε ατύχημα και πως απόψε δεν θα παίξω dj. Η μητέρα μου έρχεται να με δει, αλλά τη βγάζουν έξω. Μια γιατρός την οποία ο διπλανός μου φλερτάρει από ανασφάλεια, σε μια προσπάθεια να αισθανθεί «φυσιολογικός» ή συμφιλιωμένος με τη νέα πραγματικότητα, μου κάνει μια ένεση.
Μου ξαναπαίρνουν τα στοιχεία και μου αφήνουν στο φορείο έναν φάκελο ένταξης ασθενούς.
Ένας ευγενέστατος μαυρούλης γιατρός και ένας παιδαράς γιατρός του ορθοπεδικού με τον οποίο έχουμε το ίδιο όνομα, με πλησιάζουν. Ο μαυρούλης κρατάει ένα ψαλίδι και αρχίζει να μου κόβει το αγαπημένο μου παντελόνι στο αριστερό πόδι που είναι αναίσθητο.
-Γιατρέ θα γίνω καλά; ρωτάω ζαλισμένα (θα φταίει η ένεση). Ο «ψηλός» όπως φωνάζουν τον ομορφάντρα ορθοπεδικό –το μπράτσο του είναι σαν το πόδι μου- μόλις βλέπει ότι φοράω μπότες Βέρμαχτ, μου λέει φιλικά: αντέχεις να δοκιμάσω να στην τραβήξω τη μπότα; Να μην τις κόψουμε και είναι κρίμα…
-Δώστου, του λέω.
Το πόδι μου είναι σαν του Σαρλώ. Αρχίζει σιγά σιγά να κινεί τη μπότα πότε πάνω πότε κάτω, στο κου ντε πιέ. «Μόλις πονέσεις πές μου».
"Δεν θα σου πω, θα τσιρίξω", απαντάω.
Η αλήθεια είναι ότι δεν πονάω ακριβώς. Κάπου στην κνήμη μόνο, αισθάνομαι ένα τσούξιμο εσωτερικό.
-Σε καλό δρόμο είσαι,, ξαναλέω.

Οι μπότες τελικά βγαίνουν και τοποθετούνται σε ένα ράφι που υπάρχει κάτω από το φορείο μου. Ο μαυρούλης γιατρός, μου τυλίγει το πόδι με νάρθηκα και χοντρές γάζες και μου λέει ότι θα πάω για ακτινογραφίες. Τώρα αρχίζει να πονάει.
Κάνει τόσο κρύο που τρέμω. Επιπλέον, είμαι ψηλός για το φορείο και για να μην εξέχουν τα πόδια –ένα απειροελάχιστο σκούντημα στο χτυπημένο μου πόδι, μπορεί να με κάνει να πεταχτώ- έχω τραβηχτεί προς τα πάνω και το κεφάλι μου βρίσκει στο σίδερο. Έχω τα χέρια μου πίσω απ’ το κεφάλι απ’ την ώρα πιυ ήρθαμε και έχω μουδιάσει. Κρυώνω, πονάω και τρέμω. Και διψάω. Η Ν. με σκεπάζει με ένα μπουφάν.

Κοιτάζω τριγύρω. Αριστερά μου, βρίσκονται δυο αιμόφυρτοι Ιρακινοί, από κάποιο καυγά. Ο ένας έχει ράματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, τα ρούχα του είναι μέσα στα ξεραμένα αίματα και του έχουν φορέσει και μάσκα οξυγόνου. Έχει κλειστά τα μάτια. Ο άλλος ψιλοκινείται, αλλά είναι μέσα στις γάζες και τους ορούς.
Τους πλησιάζουν δυο χοντροί Έλληνες. Μπάτσοι με πολιτικά οι οποίοι προσπαθούν να τους πάρουν κατάθεση. Σε αυτή την κατάσταση! Ποιος ξέρει, ίσως να είναι ζωτικής σημασίας αν αναζητούν τους δράστες ή τίποτα τέτοιο. Από τα συμφραζόμενα, καταλαβαίνω ότι έπεσαν πιστολιές.
Ο πυροβολημένος ιρακινός μιλάει στη γλώσσα του, κανείς δεν καταλαβαίνει κανέναν, μέχρι που έρχονται πέντε έξι άτομα, φίλοι των θυμάτων προφανώς, οι οποίοι μιλούν σπαστά ελληνικά και προσπαθούν να συννενοηθούν με τους μπάτσους.

Στο βάθος δεξιά, είναι ένας Νιγηριανός. Από άλλο καυγά. Αυτός πρέπει να είναι πολύ χάλια, γιατί τον έχουν σε ένα χώρισμα όπου το παραβάν κλείνει κάθε τρεις και λίγο – δυσκολεύεσαι να δεις μέσα.
Δεξιά μου, είναι ένα παλικάρι με μπανταρισμένο πόδι, που κάθεται στο φορείο.
-Από μηχανή κι εσύ; του απευθύνω τη μέγιστη κοινοτυπία του κόσμου.
Χαμογελάει. Όχι ρε φίλε. Δε θα το πιστέψεις… Ετοιμαζόμουν να μπω για μπάνιο, είχα ανοίξει το νερό να γεμίσει η μπανιέρα και ήμουν σε κάποιο άλλο δωμάτιο, όταν άκουσα ένα κρας απ’ το μπάνιο. Τρέχω να δω τι έσπασε –έχω γάτα βλέπεις, και πάτησα ξυπόλητος πάνω σε αυτά τα χοντρά χαλάκια μπάνιου, ξέρεις, που ήταν γεμάτο σπασμένα γυαλιά…
Άουτς!

Σε λίγο έρχεται η νοσοκόμα που φλέρταρε ο πρώην διπλανός μου –που πήγε ο έρωτάς σου; τη ρωτάω.
-Ο νέος μου έρωτας είσαι εσύ τώρα, μου λέει. Έβρεχε όταν πέσατε;
-Ναι. Γλιστρήσαμε σε λάδια.
-Θα ‘χουμε πολλή δουλειά απόψε, απαντάει με το ύφος ρουτίνας που έχουν οι γιατροί στην τηλεοπτική σειρά «Στην εντατική». Αυτό το ύφος έχουν οι άνθρωποι που ξέρουν πολύ καλά τη δουλειά τους. Θα ξαναδώ αυτό το ύφος πολλές φορές στη διάρκεια της νοσηλείας μου και με ελάχιστες εξαιρέσεις, θα είναι πάντα καθησυχαστικό, ότι αυτός που έχω απέναντί μου, ξέρει τι κάνει.

Με στέλνει για ακτινογραφίες.
Επώδυνες είναι γιατί πρέπει να κρατάω το στραβωμένο πόδι μου στον αέρα, δεξιά, αριστερά, πάνω κάτω και πλαγίως, για να μου βγάλουν πλάκα.
Όταν με ξαναβγάζουν στα εξωτερικά ιατρεία (πάλι;), το σκηνικό έχει αλλάξει εντελώς. Τώρα στην αίθουσα, βρίσκεται και μια παρέα από emo – δυο απ’ αυτά ποζάρουν καθισμένα στο ίδιο φορείο. Είναι ένα αγόρι και ένα κορίτσι απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, με σκισμένα παντελόνια στα γόνατα και τους γονείς τους εκατέρωθεν.
Περνώντας από μπροστά τους, λέω στον τραυματιοφορέα κοιτώντας τα, «θέλω κι εγώ τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, ειδεμή, θα τα σπάσω όλα».
Τα emo με κοιτούν με γουρλωμένα μάτια.
«I’ll be back motherfathers» τους λέω και τους χάνω απ’ το οπτικό μου πεδίο.

Θα περιμένω ώρες ακόμη, στη διάρκεια των οποίων η Ν. θα μου φέρει νερό, θα με πληροφορήσουν ότι η μηχανή μου που έστειλα να την πάρουν, ΔΕΝ βρίσκεται πια εκεί και ο πόνος θα αυξάνεται όσο περνάει η επήρεια της ένεσης.
Κατά τις 2 το βράδυ, θα με μετακομίσουν σε κάποιο θάλαμο – έξι ατόμων, όπου θα γνωρίσω ορισμένους εξωφρενικούς χαρακτήρες της ανθρώπινης γεωγραφίας.


Θάλαμος
Είμαι έξω φρενών. Τις επόμενες μέρες μαθαίνω ότι η μηχανή μου δεν εκλάπη, αλλά την πήρε λέει ο γερανός της τροχαίας για παράνομη στάθμευση. Την επόμενη κιόλας μέρα; ρωτάω. Από Σάββατοβράδυ σε Κυριακή πρωί;
Ναι, μου απαντάνε. Ακούνε (υποκλέπτουν;) τα σήματα του 166 και πάνε και «σηκώνουν» αυτοκίνητα και μηχανές από τα ατυχήματα, εν μια νυκτί. Τις μεταφέρουν σε ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ μάντρες εδώ κι εκεί (η δική μου π.χ., από την Κηφισίας, είχε πάει στον Ταύρο!) με φύλακτρα 12 ευρώ τη μέρα, οποτε αν μείνεις για ένα ελαφρύ ατύχημα κάνα δεκαήμερο στο νοσοκομείο, δεν σου φτάνει ο πόνος σου, έχεις να πληρώσεις και κάνα 150άρι ευρώ στους πούστηδες. Και ΑΝ βρεις τη μηχανή σου στην κατάσταση που τη θυμάσαι, έτσι; Γιατί κάλλιστα μπορούν να σου πουν –αν λείπει π.χ. κανας καθρέφτης ή κανα καπάκι, ότι έσπασε στο ατύχημα ή ότι «δεν βρήκαν» κάτι τέτοιο επάνω.
Εμένα επιπλέον, μου έχουν αφαιρέσει τις πινακίδες λόγω παράνομης στάθμευσης και δεν μπορώ να τις πάρω παρά μόνο μετά από δέκα μέρες, συνεπώς όπως και να ‘χει η μηχανή μου θα μείνει 10 μέρες στη μάντρα πριν μπορέσει να τη μετακινήσει κανείς. Έξοδα γερανού; Τα πληρώνω επίσης εγώ (+70 ευρώ, + την κλήση +τις πινακίδες). ΑΛΗΤΕΣ.
Απορώ γιατί κανένας Ευαγγελάτος ή άλλος δημοσιογράφος ή πολιτικό κόμμα, δεν έχει θίξει ποτέ αυτό το ζήτημα στη Βουλή ή στα ΜΜΕ. Μιλάμε ότι πρόκειται για τεράστια σπέκουλα κράτους – ιδιωτών πάνω στην ανημπόρια των ανθρώπων.
Ο διπλανός μου στο θάλαμο, που σώθηκε από του χάρου τα δόντια (όπου «χάρος», βλέπε: πλουσιόπαιδο με την αμαξάρα του μπαμπά που βγήκε από χωματόδρομο/SΤΟP με υπερβολική ταχύτητα και τον πέταξε 30 μέτρα), μου λέει ότι η μηχανή του έχει καταστραφεί τόσο ώστε δεν πρόκειται να πληρώσει όχι φύλακτρα, αλλά ούτε τις κλήσεις. ΑΛΗΤΕΣ.

Ο διπλανός μου… Κατ’ αρχάς, στη μια βδομάδα πάνω κάτω που έμεινα στον Ευαγγελισμό, οι δυο στους έξι στο θάλαμό μου – και οι δυο διπλανοί μου, ήταν Αλβανικής καταγωγής. Ο Ίλια που άλλαξε το όνομά του σε Ηλίας για να μην έχει προβλήματα και ο Α., ένας τρελαμένος κάγκουρας πιτσιρικάς, από τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ και έχουν να σου διηγηθούν ιστορίες από τα αθηναϊκά γκέτο της δυτικής Αττικής. «Στα συγκροτήματα αυτών των πολυκατοικιών μέναμε οικογένειες κάθε εθνικότητας. Τα βράδυα βγαίναμε στους ακάλυπτους και κάναμε πηγαδάκια, ομάδες και συζητούσαμε. Ή στις πλατείες. Μέχρι το πρωί. Και όταν έσκαγαν οι κλούβες, από τα στενά –γιατί; Έτσι. Χωρίς λόγο- μας μάζευαν όλους, ανεξαιρέτως. Ήμασταν παιδιά και αν έβλεπες πώς μεγαλώσαμε, αν έβλεπες τις κλούβες, θα νόμιζες ότι βλέπεις σχολικό από τα παιδάκια που ήταν μαζεμένα μέσα. Μας κρατούσαν ένα βράδυ και μετά μας άφηναν».
Ο πατέρας του Α. ήταν ο πιο στρογγυλοπρόσωπος, γλυκήτατος και συμπαθής χαζομπαμπάς που είχα δει. Πρόσεχε πάντα μη χτυπήσει το πόδι μου όπως περνούσε στο χώρισμα ανάμεσα στα κρεβάτια του γιού του και εμένα και είχε πάντα ένα προβληματισμένο ύφος –ο γιος του βλέπεις ήταν η δεύτερη φορά που έπεφτε με μηχανή.
Ομορφόπαιδο, καστανόξανθος με γαλανά μάτια, ο Α. είχε οδηγήσει σχεδόν κάθε είδους δίτροχο παρά τα 23 του χρόνια – τι άλλο όνειρο να έχει ένα «ξενάκι» φτωχόπαιδο των προαστίων, με καλή ψυχή και κακές παρέες; Μια γκόμενα. Α! Η γκόμενα του A. ήταν A-class. Ελληνίδα δημόσια υπάλληλος που ερχόταν κάθε μέρα, και ερωτοτροπούσαν πίσω από το κλειστό παραβάν. Έδειχνε να τον λατρεύει, μετά τον έκανε μπάνιο, και καθόντουσαν σιωπηλοί ώρες ατέλειωτες αγκαλιά, κι ας είχε τελειώσει το επισκεπτήριο.

Με τον άλλο Αλβανό της παρέας, είχαμε την ίδια ηλικία πάνω κάτω, μόνο που εκείνος έδειχνε σαν να ήταν 50 χρονών. Βασανισμένος άνθρωπος, δουλευταράς, παντρεμένος με δυο παιδιά και αμέτρητους φίλους – θα πρέπει να ήταν πολύ αγαπητός σε όλους, αφού έρχονταν κάθε μέρα τουλάχιστον 10 άνθρωποι να τον επισκεφτούν. Και με αυτόν κάναμε καλή παρέα. Οι βλάβες που είχε στο σώμα του από το τρακάρισμα με το πλουσιόπαιδο, ήταν απίστευτα πολλές και δύσκολα ιάσιμες.
Μια μέρα, θυμάμαι, τον επισκέφτηκε και ένας βλοσυρός Έλληνας, μόνος του. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του και μιλούσαν χαμηλόφωνα.
-Τι ήταν αυτός ρε Ίλια; τον ρώτησα μετά. (τον φώναζα ‘Ίλια και όχι Ηλία, γιατί το όνομά του κάθε άλλο παρά χριστιανικό ήταν, προερχόμενο από το «Ιλλυριός»).
Μου εξήγησε ότι αυτός ήταν ο πατέρας του παιδιού που τον είχε τρακάρει προξενώντας του όλο αυτό το κακό.
«Ό,τι θέλεις από μένα, Ηλία» του είπε.
«Ο,τι θέλω;» Του είχε απαντήσει εκείνος. «Ό,τι πουν τα δικαστήρια, θέλω».
Δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσα αν είχα μπροστά μου αυτόν που θα με είχε σακατέψει για ένα ανόητο καπρίτσιο, αλλά ο Ίλια, είπε: «τον συμπαθώ πάρα πολύ αυτόν τον πατέρα. Ο γιός του όμως δεν νομίζω ότι είναι και τόσο καλό παιδί…»
Αν υπήρχε θεός, δεν θα έπρεπε να υποφέρει ένας τέτοιος άνθρωπος.

Όλοι οι υπόλοιποι στο θάλαμο, μοιάζαμε με το πλοίο των τρελών. Μια ομάδα από αλλόκοτους ανθρώπους – ο καθένας για τους λόγους του, με τα δικά του τραύματα ανεπούλωτα ή όχι, εσωτερικά και μη.
Η φίλη μου μου στάθηκε ανέλπιστα σημαντικά, για τη διάρκεια της σχέσης μας. Ακριβώς απέναντί *μας*, ήταν ένας πρώην μπάτσος με σπασμένη λεκάνη, που η γυναίκα του τον καταδυνάστευε με φρικτό τρόπο. Μέσα στη γενική παραίσθηση των κοδεϊνούχων που ζητιανεύαμε όλοι από τις πύρκαυλες νοσοκόμες (μερικές ήταν πραγματικά γαμώ τα γκομενάκια), ένα βράδι που φιλιόμασταν αγκαλιασμένοι, τόσο ο Α. με τη φίλη του όσο κι εγώ με τη δική μου, ο μπάτσος ξύπνησε και μέσα στο μισοσκοταδο, μονολόγησε: «ταινία γυρίζουν;»

Κλαίγαμε απ’ τα γέλια. Η γυναίκα του που τον άκουσε, το επικαλούταν αρκετές μέρες μετά για να πει στους γιατρούς ότι ο άντρας της είναι διαταρραγμένος και ότι πρέπει να τον κλείσουν σε ψυχιατρική κλινική. Φριχτή γυναίκα που ούθτε στον χειρότερο εχθρό μας δεν θα πρέπει να ευχόμαστε. Στο τα΄πελος καταλήξαμε να τον λυπόμαστε τον μπάτσο, που ούτε τα παιδιά του δεν έρχονταν να τον δουν – ποιος ξέρει τι κρίματα θα κουβαλούσε κι αυτός στην πλάτη του.
Το ακόμη πιο ψυχεδελικό, ήταν ότι ακριβώς δίπλα στον μπάτσο, νοσηλευόταν ένας φυλακόβιος! Από τους παλιούς, καλούς φυλακόβιους, με το σώμα γεμάτο τατουάζ (κάτι φριχτά με γυναίκες και αριθμούς, θολά και κακοχτυπημένα), με μακρύ άσπρο-κίτρινο μαλλί, γυαλιά πρεσβυωπίας και πολύ καλοδιατηρημένο σώμα παρά την ηλικία του. Στα νιάτα του θα πρέπει να ήταν γόης και μεγάλη αλήτρα.
Αν και δεν είχα πολλές κουβέντες με αυτόν – ήταν περισσότερες από τον μπάτσο, στον οποίο έριχνα μόνο ξεδιάντροπα βλέμματα για να του δείξω ότι δεν φοβάμαι την έπαρση και την αποδοκιμασία του.
Ο φυλακόβιος λοιπόν, είχε κι αυτός σπασμένη μέση από καυγά – μάλιστα ήταν Αλβανοί αυτοί που τον είχαν στείλει στο νοσοκομείο – μια ακόμη οξύμωρη λεπτομέρεια της εθνοτικής και επαγγελματικής σύνθεσης των μελών του θαλάμου μας, είχε γίνει κολλητός με τον μπάτσο.
Από αυτόν έκανε τράκα τσιγάρο (κρυφά απ’ τη γυναίκα του εννοείται) ο μπατσάκος, με αυτόν επικοινωνούσε και με κανέναν άλλον στο θάλαμο, είχαν φτάσει μάλιστα να συνεννοούνται με τα μάτια.
Όσο για μας, τους «απέναντι», τον Α. τον Ίλια και εμένα, η μόνη πράξη συμπάθειας που επιδείξαμε στον βλαχόμπατσο ήταν μετά την εγχείρησή του όταν ο ορθοπεδικός επέμενε με φωνές να τον κάνει να υπερβεί τον εαυτό του για να σταθεί όρθιος στο «Π» του νοσοκομείου, που τον ξεφτίλισε φραστικά τόσο πολύ ώστε ο καημένος ο ασθενής, δεν φτάνει που είχε τους πόνους του, αλλά ίσως και μην αντέχοντας πλέον τις συνεχείς προσβολές όχι μόνο από τη γυναίκα του αλλά πλέον και από τον γιατρό, λιποθύμησε κρεμασμένος από τις μασχάλες στο όργανο που υποτίθεται πως θα τον βοηθούσε να σταθεί στα πόδια του.
«Εεε γιατρέ! Ο άνθρωπος λιποθύμησε ρεεεε», του φωνάξαμε οι «απέναντι». Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και να ήταν απλώς μια πράξη αλληλεγγύης, όπως θα μου δινόταν η ευκαιρία να μάθω τις επόμενες μέρες που ακολούθησαν την εγχείρησή μου, οι ορθοπεδικοί συμπεριφέρονται σε όλους σαν χασάπηδες, βάζοντας τις φωνές «σήκω», «δεν ντρέπεσαι» κ.ο.κ., είτε απευθύνονται σε γιαγιούλες είτε σε παλικαρόπουλα, γιατί είναι μεγάλο το αποθεμα δύναμης που πρέπει να βρεις μέσα σου για να ξαναβαδίσεις ύστερα από μήνες ενταφιασμού σε κάποιο από τα κρεβάτια αυτού που αποκαλούν «ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία των Βαλκανίων».



ΥΓ1.

Λίγες μέρες μετά, έμαθα ότι ο Ζαχόπουλος νοσηλευόταν σε κάποια πτέρυγα και ότι και αυτός επίσης είχε το ίδιο πράγμα με εμένα –αλλά σε πολύ πιο βαριάς μορφής κακώσεις όπως είναι φυσικό- στο κορμί του: εξωσκελετική οστεοδομή λέγεται και believe me, πονάει πολύ.

ΥΓ2.
Πριν λίγες μέρες, ύστερα από τέσσερις μήνες και βάλε, έβγαλα και τα τελευταία σίδερα από το κορμί μου. Κινούμαι ακόμη με πατερίτσα για υποβοήθηση, έχω ακόμη πρηξιματάκια εδώ κι εκεί, αλλά το feeling του να έχεις επιβιώσει από ο,τιδήποτε, δύσκολα περιγράφεται. Στο τελευταίο ραντεβού που μου αφαίρεσε τα σιδερικά (με πένσα, τανάλια και κατσαβίδια) ο γιατρός, φοβόμουν εννοείται πολύ. Πριν μπούμε όμως πίσω από το παραβάν, του είπα: «Θα χυθεί αίμα, γιατρέ;»
«Ε, ναι. Αφού θα τα βγάλουμε».
«Ναι... Για πόσα Όσκαρ πάμε;»
(Πάντα χιουμορίστας αυτό το παιδί).

Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του και είπε: ξάπλωσε, χαλάρωσε και παίρνε βαθειές ανάσες. Αλλά όχι πολλές μαζί ούτε πολύ γρήγορες γιατί θα ζαλιστείς.

Κάπως σαν τη ζωή, φαντάζομαι.

.

7 comments:

ΔΕ ΜΑΣΑΜΕ ΡΕ said...

Ασύληπτη ιστορία Μανταλένα ...

Anonymous said...

Ωραία τελείωσες τη γραπτή σου "ανάπηρη ιστορία" (στο ΥΓ2). Εύχομαι σύντομα να γίνεις εντελώς καλά. Και ίσως τελικά αυτή η αίσθηση του να έχεις γλιτώσει από κάτι τέτοιο που λες, να σε κάνει να προσπερνάς τα υπόλοιπα, μικρά, καθημερινά προβλήματα της ζωής με (πιο) πλατύ χαμόγελο.

Take care

zouri1 said...

Ευχομαι απο ολα αυτα να θυμασαι μονο το σημερινο ποστ.Περαστικα,εστω και μετα απο τοσο καιρο(δεν ειχα ακουσει κατι)

Χαμένο κορμί said...

Wre mana mou... Perastika se 100% pososto se euxomai ... Robocop

Pastaflora said...

Όλα καλά, να σκέφτεσαι. Κι όλα καλά θα πάνε!

AA said...

Το ατύχημα σε συντάραξε "συθέμελα" παρατήρησα:
"μόνοι εκείνη κι εγώ μισοκαθισμένος στη μηχανή", "Τι φωνάζεις; της είπα προσπαθώντας να κάνω πλάκα, δεν είμαι κουφός", "Επιπλέον, είμαι ψηλός για το φορείο και...", εκτός και αν έχεις παρασυρθεί γαλιστή...mantalena-parianos oligon psilos kai misokathismenos :-P

Το νοσοκομειακό event που περιγράφεις ελπίζω να το περιλάβει κανένας κινηματογραφικός "ευέλπις" γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πολύ καλή μικρού μήκους ταινία με τίτλο "Saturday Night Shiver" (Στα Ελληνικά Cinema με την επι λέξη μετάφραση "ΟΙ ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΟΙ")

Η φάση με τη μηχανή στη μάντρα..........απαράδεκτη.

"Η γκόμενα του A. ήταν A-class. Ελληνίδα δημόσια υπάλληλος που ερχόταν κάθε μέρα, και ερωτοτροπούσαν πίσω από το κλειστό παραβάν. Έδειχνε να τον λατρεύει, μετά τον έκανε μπάνιο, και καθόντουσαν σιωπηλοί ώρες ατέλειωτες αγκαλιά, κι ας είχε τελειώσει το επισκεπτήριο."
...και στο ραδιόφωνο έπαιζε ο Κωστάλας στο πρώτο πρόγραμμα επιτυχίες του 50....ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ! ΑΓΚΑΛΙΑ ΣΤΗ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ ΤΗ ΜΠΑΜΠΟΥ.... :-) (Παρεπιπτόντως και γαμμώ τις σκηνές)

"Μέσα στη γενική παραίσθηση των κοδεϊνούχων που ζητιανεύαμε όλοι από τις πύρκαυλες νοσοκόμες (μερικές ήταν πραγματικά γαμώ τα γκομενάκια), ένα βράδι που φιλιόμασταν αγκαλιασμένοι, τόσο ο Α. με τη φίλη του όσο κι εγώ με τη δική μου, ο μπάτσος ξύπνησε και μέσα στο μισοσκοταδο, μονολόγησε: «ταινία γυρίζουν;»"
MONACO!!! :-) :-) :-)
Ο Κουστουρίτσα θα έβαζε και μια μπάντα με χάλκινα να βαράει απ' έξω απο το θάλαμο :-) :-) :-)

Περαστικά και σιδερένια/νιος.....whatever.

The Motorcycle boy said...

Μια χαρά -μια χαρά, αφού ξεμπέρδεψες. Άντε, ετοιμάσου για κλωτσιές τώρα, γιατί έρχεται καλοκαίρι με συναυλίες.