(στη Μιραντολίνα)Ο παππούς ο Μιχάλης ήταν ήρωας πολέμου - πυροβολητής στην Αλβανία.
Από την Πάρο, βρέθηκε στα γαμωβούνια ο άνθρωπος, σε μια εποχή που το πυροβολικό χρησιμοποιούταν εναντίον των ιταλικών αρμάτων μάχης ελλείψει αντιαρματικών. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι και τα πυρομαχικά ήταν ελάχιστα, οι πυροβολητές δεν έπρεπε να λαθεύουν στο σημάδι: από αυτό εξαρτιόταν η τύχη εκατοντάδων συμπολεμιστών τους.
Ο παππούλης μου διηγιόταν (δεν ζει πια) πως μετά τη συνθηκολόγηση κατέβαιναν με τα πόδια στην Αθήνα άοπλοι, όταν συναντήθηκαν με ένα γερμανικό τάγμα που προέλαυνε. Ο Γερμανός διοικητής, τους σταμάτησε και για να τους τιμήσει, ζήτησε να κάνει επιθεώρηση στους Έλληνες. Στους ρακένδυτους, άοπλους, αγράμματους από κάθε άκρη της χώρας μας, νηστικούς εκείνους ανθρώπους που τους είχαν πάρει τα σώβρακα. Είχε και διερμηνέα μαζί του.
Ρώτησε να μάθει ποιος ήταν ο καλύτερος πυροβολητής. Όλοι έδειξαν τον παππού που ήταν πληγωμένος πάνω σε ένα φορείο (θραύσμα στα πλευρά). Ο Γερμανός άρχισε να μιλά (να γαυγίζει, έλεγε ο παππούς μου) στους δικούς του.
Ο διερμηνέας τον ρώτησε τι γραμματικές γνώσεις είχε.
Δημοτικό, απάντησε ο παππούς.
Ξανάβαλε τις φωνές ο Γερμανός. Ο παππούς μου τα χρειάστηκε. Νόμισε πως θα τον σκοτώσουν. Αργότερα του είπαν πως ο Γερμανός διοικητής επέπληττε τους στρατιώτες του λέγοντας «αυτός ο άνθρωπος, έχει γνώσεις νηπίου και όμως σας έβαλε τα γυαλιά» ή κάτι τέτοιο...
Επιστρέφοντας στην Πάρο, οι Γερμανοί είχαν καταλάβει το νησί. Δεν είχαν αφήσει κότα για κότα, γίδι ή δαμάλα που να μην τα κατασχέσουν. Ο κόσμος πείναγε. Και επιπλέον, κυνήγησαν άγρια όλους τους αγωνιστές της Αλβανίας που επέστρεφαν στο σπίτι τους. Ο παππούς κατέφυγε στο βουνό του προφήτη Ηλία, στο λιοήρι όπου θέλω εγώ σήμερα να χτίσω το σπιτάκι μου.
Κατέβαινε τα βράδυα στην κοιλάδα, στην κατοικιά όπου ζούσε η γυναίκα του τα τρια του παιδιά (ο μπαμπάς μου και οι δυο θείες μου, σήμερα) να τους δει και να φάει κάτι άλλο εκτός από τα πράσα και τα αγριόχορτα που φύτρωναν εκεί πάνω. Αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Ούτε αυγό. Ούτε για τα παιδιά.
Ο παππούς, εκτός από το να καλαφατίζει βάρκες και να ψαρεύει, ήταν και αγρότης στο αμπελάκι του - χρόνια αργότερα, στην Αθήνα, θα γινόταν μπαξεβάνος – κηπουρός, ένας σεβάσμιος λιπόσαρκος ασπρομάλλης με καρό πουκάμισα α λα Neil Young και μηχανή Ζudapp 125 που την πετρελαίωνε καθημερινά για να αστράφτει όπως κι εκείνος.
Ορμήνεψε τη γιαγιά να πάει στην Παροικιά, έξω από τη λέσχη αξιωματικών των Γερμανών και να ψάξει στα σκουπίδια για πατατόφλουδες.
«Να κοιτάξεις να έχουν μάτια επάνω και να είναι όσο το δυνατόν πιο φρεσκοκαθαρισμένα» της είπε. Τρεις μέρες η γιαγιά περίμενε στα ασπρισμένα στενάκια γύρω απ’ τη λέσχη, δήθεν ζητιανεύοντας. Τελικά γύρισε με τις παπατόφλουδες, τις έδωσε στον παππού κι εκείνος τις φύτεψε στο βουνό όπου κατέφευγε με αποτέλεσμα σε λίγους μήνες να τρώνε τουλάχιστον τις πρώτες, ασθενικές πατάτες τα παιδιά του. Επέζησαν.
Στον κόλπο της Παροικιάς, δεξιά προς το σημερινό «Ακρωτήρι», στα λεγόμενα «Λιβάδια», υπάρχει ένα εκκλησάκι ξεχασμένο πάνω στο κύμα. Το λέμε
«Η Δευτέρα Παρουσία». Δεν ανήκει σε κανέναν άγιο. Δεν γιορτάζει ποτέ. Κανείς δεν παντρεύεται ή δεν βαφτίζεται εκεί. Που και που ασπρίζεται από κάποιους γειτόνους που θέλουν να κρατούν τη συνείδησή τους εκτυφλωτικά πεντακάθαρη κάτω απ' τον κυκλαδίτικο ήλιο.
Μέσα στον κόλπο εκείνο, είχαν ρίξει αρόδο τα γερμανικά αποβατικά. Όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι να νοικιάζουμε θαλάσσια ποδήλατα και να πηγαίνουμε στα πολύ βαθειά όπου βλέπαμε στον βυθό τους σκελετούς των μεγάλων σιδερένιων βαρκών πνιγμένες στα φύκια.
Την εποχή της αντεπίθεσης των συμμάχων, τα βρετανικά καταδιωκτικά («Τζίμηδες» τους έλεγε ο παππούς) έκαναν καταβύθιση από μακριά, από τον κόλπο της Ναούσης και πετούσαν σε πολύ χαμηλό ύψος μέσα από την κοιλάδα που ενώνει την Νάουσα με την Παροικιά, για να φτάσουν στα «Λιβάδια» στο αγκυροβόλι των Γερμανών. Στον τελευταίο βομβαρδισμό, την εποχή που οι Γερμανοί οπισθοχωρούσαν, τους έκαψαν όλους μέσα στα αποβατικά και βύθισαν τα πλοία τους.
Ο παππούς θυμάται τους Παριανούς να βγάζουν τους Γερμανούς από το λιμάνι μέσα σε κουβέρτες, απανθρακωμένους «σαν μαύρα αγάλματα», όπως είχαν καεί ζωντανοί στα καθίσματά τους πάνω στα πολυβόλα. Τους ακουμπούσαν στην άμμο στην παραλία. Και ήταν τόσοι πολλοί που κάποιος είπε ότι «μοιάζει με Δευτέρα Παρουσία». Έτσι χτίσανε το εκκλησάκι και η αλήθεια, είναι, ότι δεν ξέρω πολλούς λαούς που θα έχτιζαν ποτέ κάτι εις μνήμην των κατακτητών και βασανιστών τους…
Δυο αγγελούδια στο Magaya που δεν πρέπει να τρομάξεις
(1/5/2006, Πάρος)
Εγώ τέτοιες ιστορίες -και έχω άπειρες, απ’ όλα τα παππουδικά μου, σε Κέρκυρα, Σύμη, Χίο και Πάρο- θα ήθελα να πω κάποτε στα παιδιά μου. Και θα τις πω
σαν παραμύθι για να είναι λιγότερο τρομακτικές από εφιάλτες, περισσότερο ειλικρινείς κι από προσευχές, χαμογελώντας στον ήλιο και μασουλώντας λυγαριά («μπλιάχ! Τέτοια έτρωγε ο παππούς, μαμά;»)
για να γελάσουμε κατάφατσα στο θάνατο. Και εύχομαι να προλάβω να το κάνω πριν προφτάσουν να φορέσουν μποτάκια Βέρμαχτ ή δηλώσουν «μονιμάδες» στο στρατό. Σε οποιονδήποτε στρατό.